ποταμοφόρητος

ποταμοφόρητος
ποταμοφόρητος, ον (φορητός ‘borne, carried’ [φέρω]; PAmh 85, 16 [78 A.D.]; PTebt 610; PStras 5, 10; PFlor 368, 12 al. in pap) pert. to being borne along involuntarily by a flow of water, swept away by a river, overwhelmed by a stream ἵνα αὐτὴν π. ποιήσῃ that he might sweep her away with the stream i.e. drown her Rv 12:15.—AWikenhauser, BZ 6, 1908, 171; 7, 1909, 48. —DELG s.v. φέρω. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποταμοφόρητος — carried away by a river masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμοφόρητος — ον, Α 1. αυτός που μεταφέρεται, που παρασύρεται από το ρεύμα τού ποταμού 2. φρ. «ποταμοφόρητος γη» προσχωσιγενής περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + φορητός (< φορώ < φέρω), πρβλ. ναυσι φόρητος] …   Dictionary of Greek

  • ποταμοφόρητον — ποταμοφόρητος carried away by a river masc/fem acc sg ποταμοφόρητος carried away by a river neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήσος — η (ΑΜ νῆσος, Α δωρ. τ. νᾱσος και ροδ. τ. νᾱσσος) έκταση ξηράς, μικρότερη από ήπειρο, η οποία περιβάλλεται από ύδατα, νησί νεοελλ. φρ. «νήσος τού Ράιλ» ανατ. τμήμα τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων που βρίσκεται κάτω από την καλύπτρα, την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”